Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου. Γεωγραφικά η κυρίως Μάνη ή Μέσα Μάνη, όπως ονομάζεται τοπικά, ορίζεται από τον αυχένα του Ταΰγετου Σαγιά και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Η Μέσα Μάνη διακρίνεται με βάση την κατά μήκος κορυφογραμμή στην Ανατολική Μάνη ή προσηλιακή Μάνη, που βλέπει προς το Λακωνικό Κόλπο και στη Δυτική Μάνη ή απόσκερη ή αποσκιερή Μάνη, που βλέπει στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βορειότερα της Δυτικής Μάνης, δηλαδή από την περιοχή της Καρδαμύλης, βρίσκεται η Μεσσηνιακή Μάνη, ή όπως την αποκαλούν τοπικά η Έξω Μάνη. Ο διαχωρισμός αυτός διακρίνεται και στα επίθετα των κατοίκων, όπου κατά κανόνα της μεν Λακωνικής Μάνης καταλήγουν σε -άκος και στη Μεσσηνιακή Μάνη σε -έας.
Η περιοχή της Μάνης περιλαμβάνει τις άλλοτε επαρχίες του Γυθείου και Οιτύλου της Λακωνίας. Η συνολική της έκταση φθάνει τα 1800 τ.χλμ. επί συνολικού μήκους 75 χλμ. και μέγιστου πλάτους 28 χλμ. που καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με σπονδυλική στήλη το όρος Ταΰγετος και ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (2.404 μ.). Ο συνολικός πληθυσμός της το 1961 έφθανε τους 20.300 κατοίκους, που ζούσαν σε 150 περίπου οικισμούς.
Σήμερα, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση Καλλικράτης (2011), η περιοχή της Μάνης αποτελείται από τους δήμους Δυτικής Μάνης, με έδρα την Καρδαμύλη, και Ανατολικής Μάνης, με έδρα το Γύθειο και ιστορική έδρα την Αρεόπολη.
Ο δήμος Δυτικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Μεσσηνίας (πρώην νομό Μεσσηνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των (καποδιστριακών) Μεσσηνιακών δήμων Λεύκτρου και Αβίας. Ο δήμος Ανατολικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Λακωνίας (πρώην νομό Λακωνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των Λακωνικών δήμων Σμήνους, Γυθείου, Οιτύλου και Ανατολικής Μάνης.
Γεωγραφία & Διοικητική Οργάνωση
Η Μάνη δυτικά βρέχεται από το Μεσσηνιακό κόλπο και ανατολικά από το Λακωνικό κόλπο. Περιλαμβάνει τμήματα της Μεσσηνίας και Λακωνίας. Νότιο άκρο της είναι το Ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βόρειο όριό της είναι στην πλευρά της Μεσσηνίας ο οικισμός Βέργα, στα νοτιοανατολικά προάστια της Καλαμάτας και στην πλευρά της Λακωνίας μερικά χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης. Το Γύθειο αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη της Μάνης, που νοτιότερα αποτελείται κυρίως από μικρότερους διάσπαρτους οικισμούς.
Η περιοχή αποτελούσε μια διοικητικά αυτόνομη, πολιτισμικά συμπαγή, ιστορικά και οικιστικά ξεχωριστή περιοχή στα χρόνια του Βυζαντίου και την Τουρκοκρατία. Η διοικητική ενότητα διατηρήθηκε και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αρχικά ως ξεχωριστός νομός και στη συνέχεια ως τμήμα του Νομού Λακωνίας, μέχρι το 1937 που με νόμο [1] της κυβέρνησης Μεταξά το βόρειο τμήμα της Δυτικής Μάνης (Έξω Μάνη), αποσπάστηκε από την επαρχία Οιτύλου Λακωνίας και προσαρτήθηκε στην επαρχία Καλαμών του Νομού Μεσσηνίας. Ο σκοπός της προσάρτησης αυτής ήταν η διοικητική διαίρεση του ενιαίου των Μανιατών για την αποδυνάμωση της σκληροτράχηλης κοινωνίας, που από την αρχή της ίδρυσης του νέου Ελληνικού κράτους αντιστέκονταν στο να υποταχθούν στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους. (Περισσότερα στην ενότητα Το ενιαίο και αδιαίρετο της Μάνης.)
Πρόκειται για μια περιοχή κυρίως ορεινή, με άνυδρο και άγονο έδαφος, με κλίμα τραχύ το χειμώνα και πολύ θερμό το καλοκαίρι, πολύ αραιοκατοικημένη σήμερα.
Ονομασία
Παραδοσιακοί πύργοι στη ΜάνηΥπάρχουν πολλές επιστημονικές αναφορές για την ετυμολογία τής λέξης Μάνη. Η πλέον αποδεκτή είναι πως αποτελεί τη φυσική μετεξέλιξη της μεσαιωνικής ονομασίας της περιοχής που ήταν Μαΐνη ή Μαϊνή, ασαφούς προέλευσης.
Οι πρώτοι κάτοικοι, κατά τον περιηγητή Παυσανία, ήταν οι Λέλεγες. Ακολούθησαν οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Για τους επόμενους αιώνες η ιστορία της Μάνης ταυτίστηκε με τη Σπάρτη. Κατά την Ρωμαιοκρατία αποτέλεσε ιδιαίτερη ομοσπονδία γνωστή ως «το Κοινό των Λακεδαιμονίων». Τη μεσαιωνική βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ακολούθησε αποικισμός Σλάβων στη Πελοπόννησο, οι οποίοι μεταξύ άλλων περιοχών εγκαταστάθηκαν και πέριξ της Μάνης, κυρίως στις πλαγιές του Ταϋγέτου. Με τη πάροδο του χρόνου, την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας και κυρίως την επικοινωνία και επιμειξία των Σλάβων με τους γηγενείς Έλληνες κατοίκους, επήλθε ο εξελληνισμός των πρώτων. Οι συγκεκριμένοι Σλάβοι ήταν πολύ λίγοι αριθμητικά, σε βαθμό που το γενετικό τους αποτύπωμα είναι ασήμαντο στους σύγχρονους Μανιάτες.[26]
Οι Μανιάτες έγιναν χριστιανοί στα μέσα του 10ου αιώνα, όταν ήρθε ο Νίκων ο Μετανοείτε για να εδραιώσει τη πίστη τους στο χριστιανισμό. Στους αιώνες που ακολουθούν οι κάτοικοι της περιοχής αποσύρονται στα ορεινά του Ταϋγέτου, όταν οι Άραβες σπέρνουν τον τρόμο στα ελληνικά παράλια.
Αργότερα οι Φράγκοι δυσκολεύτηκαν να υποτάξουν τους Μανιάτες, και τελικά την υπέταξαν χτίζοντας τρία φρούρια: του Πασσαβά, της Μεγάλης Μάνης και του Λεύκτρου, για να εξασφαλίσουν τη γενική επίβλεψη της περιοχής. Μετά την πτώση των Βιλλαρδουΐνων, η Μάνη αποτέλεσε περιοχή του δεσποτάτου του Μυστρά, του κράτους των Παλαιολόγων. Η φραγκική κατάκτηση της Πελοποννήσου το 13ο αιώνα φέρνει στα βουνά της Μάνης κι άλλους πρόσφυγες. Την ίδια επίσης εποχή αλλά και τα επόμενα χρόνια οι πειρατές έβρισκαν καταφύγιο στις ακτές της Μάνης.
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, πολλές αρχοντικές Βυζαντινές οικογένειες κατέφυγαν στη Μάνη. Το Μάιο του 1460, που ο Μωάμεθ ο Β' μπήκε στην Πελοπόννησο, γνωρίζοντας τον ιδιότυπο χαρακτήρα των Μανιατών δεν εξεστράτευσε εναντίον τους, αλλά προσπάθησε να προσεταιριστεί τον αρχηγό τους, Κροκόδειλο Κλαδά, για να έχει τη στήριξή του στην προδιαγραφόμενη σύρραξη μεταξύ Τούρκων και Ενετών. Οι Μανιάτες απόκρουσαν τις προσφορές του Τούρκου κατακτητή και συμμάχησαν με τους Ενετούς.
Η Μάνη δεν υποτάχθηκε άμεσα στους Οθωμανούς καθώς οι τελευταίοι υπολόγισαν το κόστος της καθυπόταξής της δυσβάστακτο σε σχέση με τα οικονομικά και άλλα οφέλη που θα μπορούσε η περιοχή να προσφέρει[27]. Παράλληλα, το απρόσβλητο της περιοχής έκανε πολλούς κατοίκους από τουρκοκρατούμενες περιοχές να καταφεύγουν στη Μάνη[28].
Κατά τη β΄ Τουρκοκρατία της Πελοποννήσου, η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής, σε συνδυασμό με τη βοήθεια που προσέφεραν οι Μανιάτες στις οθωμανικές δυνάμεις κατά τον Ζ΄ Βενετουρκικό πόλεμο, εξασφάλισαν ειδικά προνόμια στη Μάνη[29]. Μετά τα Ορλωφικά η περιοχή αποκόπηκε διοικητικά από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, υπήχθη στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά[30] και αναγνωρίστηκε ως ημιαυτόνομο μπεηλίκι[28].
Στον απελευθερωτικό αγώνα η Μάνη πρόσφερε πάρα πολλά. Η Φιλική Εταιρεία θεωρούσε τη Μάνη ως την πιο ασφαλή αφετηρία για τον ξεσηκωμό και τα γεγονότα δεν τη διέψευσαν. Ιστορική είναι η μάχη της Βέργας[31], όπου ο Ιμπραήμ χάνει τα δύο τρίτα του στρατού του, ενώ τον κατατροπώνουν και οι γυναίκες του Δυρού, που αμυνόμενες με δρεπάνια και ξύλα ματαιώνουν την προσπάθειά του για απόβαση.
Μετά την ηρωική περίοδο της επανάστασης του 1821, στις προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια και του Όθωνα να ανασυντάξουν σε ενιαίο κράτος τις απελευθερωμένες περιοχές[32], οι Μανιάτες αντιστέκονταν στο να υποταχθούν στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, αντιδρώντας στο διοικητικό σύστημα πού επιβλήθηκε[33]. Η αντίδραση τους αυτή εκδηλώθηκε ένοπλα, και σημαδεύτηκε με τη δολοφονία του Καποδίστρια από τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, γιο του οπλαρχηγού και ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι τελευταίες ταραχές έγιναν το 1862-63. Στα επόμενα χρόνια επικράτησε μια προσπάθεια συμβιβασμού και η Μάνη ειρήνευσε.
Δεσμοί με Μακεδονία και ΚρήτηΚατεξοχήν εκπαιδευμένοι ως πολεμιστές, οι Μανιάτες δεν σταμάτησαν με την απελευθέρωση του τόπου τους από τους κατακτητές. Πολέμησαν ηρωικά σε όλους τους ελληνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Κρήτη και στη Μικρά Ασία.
Ειδικότερα, η σημαντική προσφορά των Μανιατών στο Μακεδονικό Αγώνα [34](1904 – 1907), με χιλιάδες εθελοντές αγωνιστές που ακολούθησαν τους Μανιάτες καπεταναίους οπλαρχηγούς του ελληνικού στρατού, έχει διατηρήσει έκτοτε ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των Μακεδόνων και των Μανιατών.
Λόγω της εγγύτητας της νότιας Πελοποννήσου με τη δυτική Κρήτη και τα Κύθηρα, των εμπορικών και ναυτικών σχέσεων, αλλά και της ασφάλειας των απόρθητων χωριών της Μάνης, υπήρξαν κρίσιμες ιστορικές στιγμές όπου Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο και εγκαταστάθηκαν εκεί. Το 1645, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον των Ενετών και κατέλαβαν τα Χανιά, όπως και το 1669, όταν η πόλη του «Χάνδακα» (Ηράκλειο) παραδόθηκε στους Τούρκους, οι κάτοικοι της πόλης και άλλοι Κρητικοί που είχαν καταφύγει εκεί, πέρασαν στις απέναντι ακτές της Μάνης όπου πίστευαν ότι θα ήταν ασφαλείς.
Υπήρξαν όμως και Μανιάτες που αναζήτησαν καταφύγιο στην Κρήτη, σε στιγμές όπως το 1715 (ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους) και το 1770 (μετά τα Ορλωφικά). Στην μεγάλη κρητική επανάσταση του 1866-69 οι Μανιάτες φέρθηκαν στους Κρητικούς σαν γνήσιοι αδελφοί, όταν εκατοντάδες εμπειροπόλεμοι εθελοντές Μανιάτες βρέθηκαν στην Κρήτη. Την ίδια συμπεριφορά έδειξαν οι Μανιάτες και στην Επανάσταση του ‘97.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγετική φυσιογνωμία της Κρήτης με καταγωγή της οικογένειάς του από τη Λακωνική Μάνη, είχε δηλώσει "Αισθάνομαι υπερηφάνεια, διότι στις φλέβες μου ρέει διασταυρωμένο Λακωνικό και Κρητικό αίμα και άμα έχω κοντά μου τους Κρητικούς και τους Μανιάτες έχω ολόκληρη την Ελλάδα".
Μεταναστεύσεις των ΜανιατώνΟι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης λόγω της φτωχής σε νερό και χώμα γης της Μάνης, αλλά και οι ακατάπαυστοι αγώνες για ελευθερία, οδήγησε σε πολλές δύσκολες στιγμές της ιστορίας κατοίκους της Μάνης να καταφύγουν σε ασφαλή μέρη, για να διαφύγουν κινδύνων ή να προστατέψουν τις οικογένειές τους από αντίποινα. Μια άλλη αιτία ήταν οι κόντρες ανάμεσα σε τοπικές αρχοντικές οικογένειες, και ο βαθιά ριζωμένος νόμος του γδικιωμού(βεντέτας) ώθησε οικογένειες να χωριστούν και να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη.
Από τις μεταναστεύσεις Μανιατών προς προορισμούς της Μεσογείου, χαρακτηριστικότερες είναι αυτές δύο οικογενειών από το Οίτυλο: των Γιατριάνων (Μεδίκων, Medici), που έφυγαν το 1670 και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας, και των Στεφανόπουλων, που έφυγαν το 1675 για την Κορσική, και μετά από περιπέτειες λόγω της διαμάχης Κορσικανών-Γενοβέζων κατέληξαν στο Καργκέζε [35] της Κορσικής, όπου διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους και είναι και σήμερα ακόμα γνωστοί ως «Έλληνες».[36] Εκεί τοποθετούνται ιστορικά και τα στοιχεία που υποστηρίζουν [37] την ελληνική καταγωγή του Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη και τους δεσμούς με τη γενιά των Στεφανόπουλων. Εξίσου σημαντικές είναι και οι μεταναστεύσεις Μανιατών προς την Μικρά Ασία και κυρίως την Ιωνία.
Η νεότερη ιστορία της Μάνης συνοδεύτηκε από μια μεγαλύτερη μετανάστευση, με το τέλος του 19ου αιώνα και την αυγή του 20ου, αυτή τη φορά προς την Αμερική. Το γεγονός αυτό, που συνεχίστηκε κατά κύματα για περισσότερο από μισό αιώνα, άφησε πεντακάθαρα τα σημάδια του στα ερειπωμένα χωριά της ορεινής Μάνης, πολλά από τα οποία εγκαταλείφθηκαν και μετατράπηκαν σε χωριά-φαντάσματα, μουσεία του ένδοξου παρελθόντος τους.
Το ενιαίο και αδιαίρετο της ΜάνηςΠαρ' όλο που σήμερα η Μάνη παραμένει διοικητικά χωρισμένη στους δήμους Ανατολικής Μάνης και Δυτικής Μάνης, διατηρεί ακόμα ανέπαφη την ιδιαιτερότητα που της χάρισε ο βράχος και η θάλασσα. Η Μητρόπολη Γυθείου, Οιτύλου και πάσης Μάνης (ονομάζεται πλέον Ιερά Μητρόπολη Μάνης), δεν διασπάστηκε και αποτελεί για τους κατοίκους μνήμη και αναφορά στα γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια της Μάνης. Το ζήτημα του ενιαίου και αδιαιρέτου της Μάνης επανήλθε[38][39] στην επικαιρότητα κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για τη νέα Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας 2011, περισσότερο γνωστή ως Πρόγραμμα Καλλικράτης ή Καποδίστριας ΙΙ. Το αίτημα των κατοίκων για διοικητική ένωση [40] και σύσταση ενός ενιαίου, βιώσιμου δήμου Μάνης παραμένει, για λόγους οικονομικούς, αναπτυξιακούς, περιβαλλοντικούς και ιστορικούς, ως ελάχιστο δείγμα τιμής και ευγνωμοσύνης για τη συμβολή των Μανιατών στη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους.
Ήθη και έθιμα
Γυναίκες της Μάνης, Δρυαλί (Δρυμός) Ανατολικής ΜάνηςΗ άγονη και βραχώδης χερσόνησος και η ιστορική σύνδεση με την Αρχαία Σπάρτη μεταγγίζουν στους κατοίκους ασυμβίβαστο χαρακτήρα, αυστηρά ήθη, σκληρά έθιμα, ελευθερία, θυσίες, καθώς και ειλικρίνεια, ψυχικό θάρρος, φιλότιμο και φιλοπατρία. Επιδεικνύουν μεγάλο σεβασμό προς τις παραδόσεις, την οικογενειακή τιμή και τους νεκρούς, και μια τοπικιστική αντίληψη, που πηγάζει από την υπερηφάνεια ότι ουδέποτε υποδουλώθηκαν σε ξένους και πάντοτε έζησαν ελεύθεροι. Μοναδικά ήθη και έθιμα που καταγράφονται στη Μάνη είναι ο γδικιωμός, η τρέβα (η προσωρινή ανακωχή εχθροπραξιών), τα μοιρολόγια.
Τα μοιρολόγια (ή μοιρολόϊα) αποτελούν έμμετρα στιχουργήματα, τραγούδια θρηνητικά, τα οποία απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων. Τα πρώτα μοιρολόγια απαντώνται στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Εκάβης, του Αχιλλέα, της Ανδρομάχης, κτλ., με περιεχόμενο πανομοιότυπο σχεδόν με τα μετέπειτα μοιρολόγια. Στην Μανιάτικη κοινωνία, τα μοιρολόγια υποκαθιστούν τα λοιπά τραγούδια, αποτελώντας την μοναδική μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ενώ και σήμερα ακόμα αυτοσχεδιάζουν , κυρίως οι Μανιάτισσες, δημιουργώντας "επαινετικά του νεκρού" τραγούδια[41].
Την πρώτη θέση στη ιεραρχία της οικογένειας κατείχε ο πατέρας, ή σε περίπτωση θανάτου ο πρωτότοκος γιος. Τα θηλυκά μέλη δεν είχαν ούτε κληρονομικά ούτε άλλα δικαιώματα. Το διαζύγιο ήταν άγνωστη λέξη. Οι άνδρες ήταν διαρκώς απασχολημένοι είτε με τους οικογενειακούς πολέμους είτε ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς. Αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ξεχώριζαν τα αρσενικά παιδιά, γιατί αποτελούσαν ασφάλεια για την οικογένεια και μέγιστη προσφορά στην πατρίδα σε καιρό πολέμου. Η ονομασία των γυναικών είναι ένα δείγμα της ανδροκεντρικότητας της Μανιάτικης Οικογένειας[42]. Η Μανιάτισσα [43] παρουσιάζεται ως αφοσιωμένη στην οικογένεια αλλά και ως λεβέντισσα και συχνά ως σύμβολο θάρρους και και αυταπάρνησης, ειδικά μετά την Μάχη του Διρού, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού απώθησαν την επίθεση του Ιμπραήμ στη Μάνη το 1826.
Περιβάλλον και Ορυκτός Πλούτος
Αρχαία λατομεία Μαρμάρου, ΜάνηΑπό γεωλογική άποψη η χερσόνησος της Μάνης αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά εδάφη. Από γεωτεκτονική άποψη, η ενότητα της Μάνης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την σχετικά αυτόχθονη ενότητα της ευρύτερης περιοχής ΝΔ Πελοποννήσου, πάνω στην οποία έχουν επωθηθεί διαδοχικά οι ενότητες Άρνας, Πίνδου και Τρίπολης.[44] Η περιοχή του όρους Σαγιά της Μάνης, που καλύπτει μεγάλες εκτάσεις (200 τετραγ. χιλιόμετρα) της νοτίου Μάνης, είναι η μοναδική μαρμαροφόρος περιοχή του ελλαδικού χώρου, στην οποία αναπτύσσεται ολόκληρη η ακολουθία των "πλακωδών ασβεστολίθων".[45]
Η περιοχή του Σαγιά περιλαμβάνει τρία πολύ ενδιαφέροντα μαρμαροφόρα κοιτάσματα:[46]